Ετυμολογία

επεξεργασία

amori < amoro + -i

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈmo.ɾi/
ρήμα amori
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας amoras amoranta amorata
αόριστος amoris amorinta amorita
μέλλοντας amoros amoronta amorota
υποθετική amorus - -
προστακτική amoru - -

amori (eo)



  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

amori (io)