Ετυμολογία

επεξεργασία
amidonner < amidon

amidonner (fr)

  1. επικαλύπτω με άμυλο
  2. (κατ’ επέκταση) δίνω σε κάτι μια σκληρότητα ανάλογη προς εκείνη του αμύλου