amico
Ινδονησιακά (id)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαamico (id)
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαamico (it) αρσενικό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
amico | amici |
amico (it) αρσενικό
amico (id)
amico (it) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
amico | amici |
amico (it) αρσενικό