ενικός         πληθυντικός  
alley alleys

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈæ.li/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

alley (en)

  1. το σοκάκι, δρομάκι ανάμεσα σε πυκνή δόμηση ή δενδροστοιχία
  2. ο διάδρομος σε αθλήματα/σπορ (skittles, bowling κτλ)