all by oneself
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαall by oneself (en)
- (ιδιωματισμός) άλλη μορφή του by oneself
- ⮡ He was sitting all by himself.
- Καθόταν μόνος του.
- ⮡ He was sitting all by himself.
all by oneself (en)