all along
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
all along (en)
- (ιδιωματισμός) όλο τον καιρό
- ↪ I knew it all along (from the start).
- Το ήξερα όλο τον καιρό (απ' την αρχή).
- ↪ I knew it all along (from the start).
all along (en)