Ετυμολογία

επεξεργασία
all-purpose < all + purpose

  Επίθετο

επεξεργασία

all-purpose (en) (χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)

  • γενικής χρήσης, που έχει πολλές διαφορετικές χρήσεις· που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές περιπτώσεις
    ⮡  an all-purpose liquid cleaner - καθαριστικό υγρό γενικής χρήσης