alight
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαalight (en)
Ρήμα
επεξεργασίαalight (en)
- πηδώ προς τα κάτω, κατεβαίνω
- κατεβαίνω, αποβιβάζομαι από όχημα
- Passengers are alighting from the carriage.
- κατεβαίνω, ξεκαβαλικεύω από άλογο
- κατεβαίνω, αποβιβάζομαι από όχημα
- κάθομαι μετά από πτώση, καθοδική κίνηση
- A flying bird alights on a tree
- snow alights on a roof