alight (en)

alight (en)

  1. πηδώ προς τα κάτω, κατεβαίνω
    1. κατεβαίνω, αποβιβάζομαι από όχημα
      Passengers are alighting from the carriage.
    2. κατεβαίνω, ξεκαβαλικεύω από άλογο
  2. κάθομαι μετά από πτώση, καθοδική κίνηση
    A flying bird alights on a tree
    snow alights on a roof