aliénabilité
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
aliénabilité | aliénabilités |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαaliénabilité (fr) θηλυκό
- το απαλλοτριώσιμο, η δυνατότητα να απαλλοτριωθεί κάτι
ενικός | πληθυντικός |
aliénabilité | aliénabilités |
aliénabilité (fr) θηλυκό