ενικός         πληθυντικός  
aguiche aguiches

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

aguiche (fr) θηλυκό

  • (στη διαφήμιση) αίνιγμα που προκαλεί την προσοχή του κοινού στο οποίο δίνεται η απάντηση (συνήθως) μερικές μέρες αργότερα

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη aguicher