aguichage
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
aguichage | aguichages |
Ουσιαστικό επεξεργασία
aguichage (fr) αρσενικό
- η γοητεία, το τράβηγμα της προσοχής κάποιου
- μέθοδος διαφήμισης που σε πρώτη φάση κάνει μια ερώτηση (τραβώντας έτσι την προσοχή) και σε δεύτερη φάση (π.χ. μερικές μέρες αργότερα) δίνει την απάντηση
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη aguicher