Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
aguichage aguichages

  Ουσιαστικό επεξεργασία

aguichage (fr) αρσενικό

  1. η γοητεία, το τράβηγμα της προσοχής κάποιου
  2. μέθοδος διαφήμισης που σε πρώτη φάση κάνει μια ερώτηση (τραβώντας έτσι την προσοχή) και σε δεύτερη φάση (π.χ. μερικές μέρες αργότερα) δίνει την απάντηση

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη aguicher