agrarien
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | agrarien | agrariens |
θηλυκό | agrarienne | agrariennes |
Επίθετο
επεξεργασίαagrarien (fr)
- σχετικός με αγρονομικό νόμο
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | agrarien | agrariens |
θηλυκό | agrarienne | agrariennes |
agrarien (fr)