afferent
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
afferent < λατινική adferens < adferre < ad (προς, εις) + ferre
Ουσιαστικό επεξεργασία
afferent
- (νευρολογία) προσαγωγό νεύρο, κεντρομόλο νεύρο, ενδοκατευθυντικό νεύρο
Επίθετο επεξεργασία
afferent
- (νευρολογία) προσαγωγός, προσαγωγικός, εισάγων, εισαγόμενος