Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

aegroto < (λατινικά) aegrotus (la) < (λατινικά) aeger (la) (=άρρωστος)

  Ρήμα επεξεργασία

aegroto (la) (aegrōtō1, aegrōtāvī, aegrōtātum, aegrōtāre)

Κλίση επεξεργασία