Ετυμολογία

επεξεργασία
adpropinquo < (λατινικά) ad (la) + (λατινικά) propinquo (la)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ad.proˈpin.kʷoː/

adpropinquo (la) και appropinquo (la) (adpropinquō1, adpropinquāvī, adpropinquātum, adpropinquāre)