Ετυμολογία

επεξεργασία
admir- < λατινική admirare, γαλλική admirer, αγγλική admire

admir- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: θαυμάζω

Παράγωγα

επεξεργασία