adiposo
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- adiposo < adipe
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | adiposo | adiposi |
θηλυκό | adiposa | adipose |
adiposo (it)
- λιπώδες, πλούσιο σε λίπη
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | adiposo | adiposi |
θηλυκό | adiposa | adipose |
adiposo (it)