adhérence
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
adhérence | adhérences |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαadhérence (fr) θηλυκό
- η προσκόλληση, η τάση ενός υλικού να παραμένει για ελάχιστο χρονικό διάστημα σε επαφή με ένα άλλο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη adhérer