Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.kʁɔ.me.ɡa.li/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
acromégalie acromégalies

acromégalie (fr) θηλυκό