achoppement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
achoppement | achoppements |
achoppement (fr) αρσενικό
- σκοντάψιμο, το αποτέλεσμα σκοντάματος
ενικός | πληθυντικός |
achoppement | achoppements |
achoppement (fr) αρσενικό