Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ʃɔp.mɑ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
achoppement achoppements

achoppement (fr) αρσενικό

Εκφράσεις

επεξεργασία