Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
achalandeur achalandeurs

  Ουσιαστικό επεξεργασία

achalandeur (fr) αρσενικό

  • αυτός που εργάζεται σε στενή επαφή με το κοινό