ενικός         πληθυντικός  
achalandage achalandages

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

achalandage (fr) αρσενικό

  1. (νομικός όρος) η πελατεία
  2. (νομικός όρος) το σύνολο των εμπορευμάτων που παρουσιάζονται στο κοινό