Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
accul acculs

  Ουσιαστικό επεξεργασία

accul (fr) αρσενικό

  • ο χώρος όπου στριμώχνεται κανείς όταν υποχωρεί μπρος σε κάποιον κίνδυνο