accourse
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
accourse | accourses |
Ουσιαστικό
επεξεργασία
accourse (fr) θηλυκό
- (αρχιτεκτονική) εξωτερικός διάδρομος μεταξύ δυο διαμερισμάτων
ενικός | πληθυντικός |
accourse | accourses |
accourse (fr) θηλυκό