abstracteur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
abstracteur | abstracteurs |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαabstracteur (fr) αρσενικό
- αυτός που εκφράζεται συχνά με αφηρημένες έννοιες
ενικός | πληθυντικός |
abstracteur | abstracteurs |
abstracteur (fr) αρσενικό