Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.bʁɔ.ɡa.twaːʁ/

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
abrogatoire abrogatoires

abrogatoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Mesures abrogatoires. Ακυρωτικά μέτρα.

Συνώνυμα επεξεργασία