aboutissant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- aboutissant < aboutir
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
aboutissant | aboutissants |
aboutissant (fr) αρσενικό
- (λόγιο) η κατάληξη μιας υπόθεσης
- La civilisation au sein de laquelle nous vivons apparaît comme l’aboutissant final de l’effort humain. (Alfred Naquet ; « Vers l’union libre » -1908)