Ετυμολογία

επεξεργασία

abbesse < λατινική abbatissa< abbas

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.bɛs/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
abbesse abbesses

abbesse (fr) θηλυκό