abbesse
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαabbesse < λατινική abbatissa< abbas
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
abbesse | abbesses |
abbesse (fr) θηλυκό
abbesse < λατινική abbatissa< abbas
ενικός | πληθυντικός |
abbesse | abbesses |
abbesse (fr) θηλυκό