abbacinamento
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- abbacinamento < abbacinare + -mento
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
abbacinamento | abbacinamenti |
abbacinamento (it) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
abbacinamento | abbacinamenti |
abbacinamento (it) αρσενικό