Wiktionary
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Wiktionary < χαβανέζικη λέξη wiki + κατάληξη της αγγλικής λέξης dictionary
Κύριο όνομα
επεξεργασίαWiktionary (en)
Παράγωγα
επεξεργασία- Wiktionaut, Wiktionarist, Wiktionarian: όλα σημαίνουν "αυτός που συνεισφέρει στο Wiktionary."
Γερμανικά (de)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Wiktionary < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική Wiktionary
Κύριο όνομα
επεξεργασίαWiktionary (en) ουδέτερο
Ολλανδικά (nl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαWiktionary (nl)