Wähler
Γερμανικά (de)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈvɛːlɐ/
- ⓘ
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Wäh‐ler
Ουσιαστικό
επεξεργασίαWähler (de) αρσενικό
Κύριο όνομα
επεξεργασίαWähler αρσενικό ή θηλυκό
Wähler (de) αρσενικό
Wähler αρσενικό ή θηλυκό