Uhr
Γερμανικά (de) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Uhr (de) θηλυκό
- η ώρα (του ρολογιού)
- es ist zwei Uhr - η ώρα είναι δύο
- wieviel Uhr ist es? - τι ώρα είναι;
- το ρολόι (του χεριού
Σουηδικά (sv) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Uhr < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Uhr αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [1]