Τουρκικά (tr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Selanikli < Selanik + -li

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sɛlaːnicˈli/

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Selanikli (tr)

  1. (πατριδωνυμικό) ο Θεσσαλονικιός, η Θεσσαλονικιά
  2. επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο)

Κλίση επεξεργασία