Ετυμολογία

επεξεργασία
Selanikli < Selanik + -li

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Selanikli (tr)

  1. (πατριδωνυμικό) ο Θεσσαλονικιός, η Θεσσαλονικιά
  2. επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο)