ενικός         πληθυντικός  
Romanian Romanians

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Romanian < Romania + -an

  Επίθετο

επεξεργασία

Romanian (en)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Romanian (en)

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Romanian (en)

  1. (γλώσσα) τα ρουμανικά, η ρουμανική γλώσσα