Δείτε επίσης: resolution, résolution

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Resolution (de) θηλυκό (πληθυντικός: die Resolutionen)

  1. η απόφαση
  2. η παράκληση
  3. (τεχνολογία) η ευκρίνεια εικόνας

Συνώνυμα

επεξεργασία