Ph.D.
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ph.D. < λατινικά Philosophiae, γενική ενικού του philosophia & Doctor
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /piːˌeɪ̯tʃˈdiː/
Συντομομορφή
επεξεργασίαPh.D. (en) αρκτικόλεξο
- διδάκτορας, που κατέχει διδακτορικό δίπλωμα
- ⮡ He was awarded a Ph.D.
- Αναγορεύθηκε Διδάκτορας.
- ⮡ He was awarded a Ph.D.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Ph.D. στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 234. ISBN 9780194325684., λήμμα: διδάκτορας