MPhil
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- MPhil < (λόγιο δάνειο) λατινική Magister Philosophiae
Συντομομορφή
επεξεργασίαMPhil (en) αρκτικόλεξο
- (εκπαίδευση) Master of Philosophy, μεταπτυχιακός ακαδημαϊκός τίτλος
- (ιδιότητα) ο κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στην φιλοσοφία
Δείτε επίσης
επεξεργασία- MPhil στην αγγλική Βικιπαίδεια