Leningrader
Γερμανικά (de)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- τυπογραφικός συλλαβισμός : Le‐nin‐gra‐der
Ουσιαστικό
επεξεργασίαLeningrader (de) αρσενικό (θηλυκό Leningraderin)
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος του Λένινγκραντ
Leningrader (de) αρσενικό (θηλυκό Leningraderin)