Kuroshio
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Kuroshio < (οπτικό δάνειο) ιαπωνική 黒潮 (kuroshio), όπως στη λατινογράμματη γραφή ρομάτζι (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ νέα ελληνικά: Κουροσίο
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Kuroshio