Ετυμολογία

επεξεργασία
Juive < θηλυκό του Juif

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʒɥiv/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
Juive Juives

Juive (fr) θηλυκό

  1. (εθνικό όνομα) Ιουδαία
  2. (κατ’ επέκταση) Εβραία