Ετυμολογία

επεξεργασία
Hausaufgabe < Haus (σπίτι) + Aufgabe (εργασία, άσκηση)

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Hausaufgabe (de) θηλυκό