Ετυμολογία

επεξεργασία
Cythère < (άμεσο δάνειο) λατινική Cythera (ουδέτερο, πληθυντικός) < αρχαία ελληνική Κύθηρα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /si.tɛʁ/

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Cythère (fr) θηλυκό, μόνο στον ενικό