Cythère
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Cythère < (άμεσο δάνειο) λατινική Cythera (ουδέτερο, πληθυντικός) < αρχαία ελληνική Κύθηρα
Προφορά
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαCythère (fr) θηλυκό, μόνο στον ενικό
Cythère (fr) θηλυκό, μόνο στον ενικό