Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
Boykott
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γερμανικά (de)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
Γερμανικά
(de)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Boykott
< (
άμεσο δάνειο
)
αγγλική
boycott
Προφορά
επεξεργασία
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Boykott
(de)
αρσενικό
το
μποϊκοτάζ
, →
δείτε και τον τύπο
μποϋκόττ
(
σπάνιο, παρωχημένο
)