Γερμανικά (de) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Boykott < (άμεσο δάνειο) αγγλική boycott

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Boykott (de) αρσενικό