Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μποϋκόττ < μεταγραμματισμός από τη (άμεσο δάνειο) γερμανική Boykott (< αγγλική boycott) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μποϋκόττ ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία