BTW
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- BTW < by the way
Συντομομορφή επεξεργασία
BTW (en) αρκτικόλεξο
- (διαδικτυακή αργκό) συντομογραφή του επί τη / με την ευκαιρία· παρεμπιπτόντως
Άλλες μορφές επεξεργασία
- btw
Ολλανδικά (nl) επεξεργασία
Συντομομορφή επεξεργασία
BTW (nl) (Belasting over de Toegevoegde Waarde) άκλιτο αρκτικόλεξο
- ΦΠΑ, Φόρος Προστιθέμενης Αξίας