Ετυμολογία

επεξεργασία
Altdorf < alt (παλαιός) + Dorf (χωριό). Κυριολεκτικά «παλαιό χωριό»[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈaltˌdɔʁf/

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Altdorf (de) ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Everett-Heath, John (2020). Concise Oxford Dictionary of World Place Names [Συνοπτικό Λεξικό Παγκόσμιων Τοπωνυμίων της Οξφόρδης] (6η έκδοση). Oxford: Oxford University Press.