Ετυμολογία

επεξεργασία
Alamogordo < ισπανική Alamogordo < alamo (λεύκα) + gordo (χοντρός)[1]

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Alamogordo (en)

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Everett-Heath, John (2020). Concise Oxford Dictionary of World Place Names [Συνοπτικό Λεξικό Παγκόσμιων Τοπωνυμίων της Οξφόρδης] (6η έκδοση). Oxford: Oxford University Press.