Ετυμολογία

επεξεργασία
Akyaka < ak (λευκός) + yaka (πλευρά). Κυριολεκτικά «λευκή πλευρά».[1]

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Akyaka (tr)

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Everett-Heath, John (2020). Concise Oxford Dictionary of World Place Names [Συνοπτικό Λεξικό Παγκόσμιων Τοπωνυμίων της Οξφόρδης] (6η έκδοση). Oxford: Oxford University Press.