Ετυμολογία

επεξεργασία
𐍅𐌹𐌽𐍄𐍂𐌿𐍃 < (κληρονομημένο) πρωτογερμανική *wintruz

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

𐍅𐌹𐌽𐍄𐍂𐌿𐍃 (wintrus)

  1. (στον ενικο) ο χειμώνας
  2. (στον πληθυντικό) το έτος (εκφράζεται πόσα με αριθμό)