Ετυμολογία

επεξεργασία
𐌻𐌴𐌹𐍄𐌹𐌻𐍃 < πρωτογερμανική *lītilaz. Συγγενές με το αγγλικό little.

  Επίθετο

επεξεργασία

𐌻𐌴𐌹𐍄𐌹𐌻𐍃 (leitils)